επικυλινδρούμαι

επικυλινδρούμαι
ἐπικυλινδροῡμαι, -όομαι (Α)
παθ. γίνομαι ομαλός, ισοπεδώνομαι με κύλινδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κυλινδρούμαι (< κύλινδρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”